έτσι με έλεγαν μικρή και να σας πω γιατί.
Ταξίδευα με τους γονείς μου πριν πολλά χρόνια -πολλά λέμε-
τεσσάρων πέντε ετών ήμουν, σε ένα παραθαλάσσιο δρόμο.
Κεντρικός οδικός άξονας αλλά εκείνη την εποχή
τα αυτοκίνητα δεν ήταν τόσα πολλά.
Καταμεσήμερο καλοκαιριού και κάτι έγινε στο αυτοκίνητο.
Σταθήκαμε εκεί μέχρι να φανεί κάποια βοήθεια.
Μισή, μία ώρα δεν θυμάμαι.
Θυμάμαι όμως ακόμα την εικόνα της θάλασσας,
καθάρια και διάφανη να απλώνεται μπροστά μου.
Χιλιάστραφτε από τον ολόλαμπρο ήλιο
και φάνταζε απέραντη στα παιδικά μου μάτια.
Θυμάμαι πολύ καλά την απορία του παιδικού μυαλού μου
που δεν έλεγε να λυθεί.
Και βέβαια θυμάμαι -τι γλυκιά μνήμη- την ερώτηση στη μαμά.
"Αφού διψώ, γιατί δεν μπορώ να πιω θαλασσίτσα;"
και κάποιοι με έλεγαν θαλασσίτσα για πολλά χρόνια μετά.
Σαν Θαλασσένια, θαλασσινή, θαλασσίτσα λοιπόν,
από τότε έχω ένα δεσμό με αυτή την μάγισσα.
Δεν ξέρω αν είναι αγάπη εκ γενετής ή επίκτητη.
Δεν ξέρω αν φταίει το καβούρι καρκινάκι που είμαι.
Ξέρω ότι θέλω να βλέπω αυτό το απέραντο γαλάζιο γαλήνης
και ελευθερίας κάθε μέρα.
Είναι το πρώτο και τελευταίο πράγμα που βλέπω κάθε μέρα.
Και όποτε κάθομαι μπροστά της και τη βλέπω, την ακούω, και την γεύομαι
και χαζεύω
και εδώ που μου αρέσει
και εδώ.
Αλλά και εδώ
σε αυτές τις μοναδικές
φυσικές ματιέρες
όπως μοναδικά
Μου έχει λείψει.
Λέτε να αργήσει πολύ το καλοκαίρι;